Ένα κείμενο της Ελένης Κοφτερού για το βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη “Το Ιερό Δοχείο”

Πριν από πολλά χρόνια μια φίλη μού εκμυστηρεύτηκε μια πολύ προσωπική συζήτηση που είχε με τον σύντροφό της, η οποία αφορούσε την δυνατότητα τεκνοποιίας της. Εμβρόντητη και σοκαρισμένη την άκουσα να μου εξομολογείται ότι ο άντρας που διαλαλούσε στον κοινωνικό περίγυρο ότι εκείνη ήταν η γυναίκα της ζωής του, τής ζητούσε να υποβληθεί σε εξετάσεις γονιμότητας προκειμένου να προχωρήσει μαζί της σε γάμο. Αλλιώς θα πρέπει να χωρίσουμε, της ανακοίνωνε ένα βροχερό απόγευμα, γιατί εγώ θέλω να κάνω οικογένεια. Δεν πιστεύω να δέχτηκες, βιάστηκα να μιλήσω ακολουθώντας την παρόρμηση που πήγαζε από την αγανάκτησή μου. Φυσικά και δέχτηκα, μου απάντησε με βλέμμα που άστραφτε μαρτυρώντας τον πόθο τής κατάκτησης ενός ρόλου, σαν την ηθοποιό που με βλέμμα διάπυρο και κινήσεις θεατρικές κοπιάζει στην οντισιόν για τον περιλάλητο πρωταγωνιστικό ρόλο. Και η αγάπη; Ο έρωτας; προσπάθησα να ψελλίσω μα μια πηχτή σιωπή σκέπασε τη διαφωνία μου κι έτσι αποχώρησα από τη συζήτηση και η φυγή μου από τη Θεσσαλονίκη φρόντισε ώστε να αποχωρήσω κι από τη φιλία.
Στους τόπους της λήθης είχε καταχωνιαστεί αυτή η νεαρή γυναίκα μέχρι χθες που διάβασα την εξαιρετική επιστολική νουβέλα της Χλόης Κουτσουμπέλη / Εκδόσεις Θίνες /2015 με τον συμβολικό τίτλο: «Το ιερό δοχείο» και αναδύθηκε πάλι εκείνο το βλέμμα που φαντάζομαι ότι θα έχει και η Σιγκάλ, η ηρωίδα του «Ιερού δοχείου» ή μάλλον το ίδιο το ιερό δοχείο που έχει τη μορφή και το σώμα μιας νεαρής όμορφης γυναίκας που ονομάζεται Σιγκάλ.
Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας περίτεχνα το εύρημα των επιστολών ανατέμνει τη βιβλική αφήγηση και με την ξεχωριστή ανατρεπτική γραφή της, μας προσφέρει ένα δυνατό, ρηξικέλευθο, αλληγορικό κείμενο που δεν σταματά στο γυναικείο ζήτημα μα προχωρά μερικά βήματα παραπάνω. Μιλά για τους «ρόλους» τους προδιαγεγραμμένους εδώ και αιώνες, οι οποίοι απ’ ότι φαίνεται είναι περιζήτητοι και καλοδιατηρημένοι στις σύγχρονες κοινωνίες όπου μια γυναίκα που δεν έχει παιδιά θεωρείται το λιγότερο «καημένη».
Μέσα σε εννιά επιστολές η Χλόη Κουτσουμπέλη σκιαγραφεί και ακτινογραφεί την ψυχοσύνθεση της διαχρονικής γυναίκας – δοχείο που βαδίζει στην αχλή του χρόνου άβουλη και θλιμμένη γιατί δεν έχει μάθει πώς να είναι ελεύθερη και δημιουργική . Από μικρό κοριτσάκι δεν εξουσιάζει ούτε τη φαντασία της παρά συνεχώς εξουσιάζεται. «Φαντάζομαι τον Θεό με ακόμα πιο μακριά γενειάδα από του Νώε, μια γενειάδα που απλώνεται πάνω σε όλη την γη, από την Ανατολή ως την Δύση και σκεπάζει τα πάντα με τις μαλακές της τρίχες. Μέσα της τρέχουν ελάφια και ζέβρες, νυφίτσες και αρκούδες, ενώ στις άκρες της κυλούν καταρράκτες με γάργαρο νερό. Σκέφτομαι και φαντάζομαι πολλά, αλλά δεν τα λέω στον Νώε, τα θεωρεί χαζά και με αποπαίρνει. Δεν του αρέσει η φαντασία στην γυναίκα. Ο Θεός δεν την προόρισε ούτε να φαντάζεται, ούτε να σκέφτεται πολύ, λέει. Αυτό είναι δουλειά του άντρα. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να κυοφορήσει την νέα ζωή, αυτό είναι το αξιοθαύμαστο έργο, που έχει να επιτελέσει σ’ αυτήν τη γη….» Ωστόσο εγώ όλο σκέφτομαι με εικόνες….» εξομολογείται η Σιγκάλ στη δεύτερη επιστολή της που απευθύνεται στην Εμζάρα (τη γυναίκα του Νώε) προσφωνώντας την «αδερφή» κι αργότερα αδερφή και κόρη, μπαινοβγαίνοντας και στους άλλους ρόλους της γυναίκας- δοχείου καθώς φοβισμένη κουρασμένη και κενή – όπως τα άδεια δοχεία των συσκευασιών, άχαρα και άχρηστα πριν γεμίσουν με το υλικό για το οποίο προορίζονται – γραπώνεται από την ψευδαίσθηση ότι η λύτρωση βρίσκεται στη γραφή. Καθώς προχωρά η αφήγηση και οι μέρες πάνω στην κιβωτό όπου όλα διαβρώνονται απ’ τη βροχή εκτός από την βαρβαρότητα του θεού-πατέρα- εξουσιαστή Νώε και την παθογένεια της οικογένειάς του, η Σιγκάλ παραδέχεται εξουθενωμένη ότι «Ούτε η γραφή πια λυτρώνει».
Και πώς να λυτρώσει η γραφή και οι λέξεις όταν η Σιγκάλ έχει γαλουχηθεί ώστε να ποθεί τόσο πολύ τον ρόλο του δοχείου; Έχει ακρωτηριαστεί κάθε πιθανότητα δικής της επιθυμίας ώστε να θεωρεί φυσικό τον πόνο και τον εξευτελισμό που υφίσταται κάθε φορά που ο Νώε την βιάζει όπως πολλές σύγχρονες γυναίκες θύματα κακοποίησης ή τράφικινγ, διαπόμπευσης ή παραγκωνισμού και περιθωριοποίησης για να μην μιλήσουμε για τα εκατοντάδες κορίτσια που βιάζονται μέσα στην οικογένειά τους.

Η αξιοθαύμαστη πυκνότητα της γραφής και το λιτό λογοτεχνικό ύφος κάνουν ακόμη πιο γοητευτικό το μικρό αυτό βιβλίο των 32 σελίδων όπου καμιά λέξη δεν περισσεύει αλλά ούτε υπάρχει κενό για επιπλέον λέξεις.
Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ λίγο στην τελευταία συγκλονιστική επιστολή όπου η συγγραφέας χειρίζεται τέλεια την εναλλαγή του σαρκασμού και της λεπτής ειρωνείας κατά τη μετάβαση της γυναίκας-δοχείου στον επόμενο ρόλο, αυτόν της μητέρας ενός αγοριού καθ’ ομοίωση του πατέρα του.